πρεσβυτερεῖον

πρεσβυτερεῖον
πρεσβυτέριον
council of elders
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρεσβυτερείο — και πρεσβυτέριο, το / πρεσβυτερεῑον και πρεσβυτέριον, ΝΑ [πρεσβύτερος] 1. το συμβούλιο τών πρεσβυτέρων, το ιερατικό συνέδριο τών Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ, όπου προήδρευε ο για ένα έτος εκλεγμένος αρχιερέας, καθώς και ο τόπος ή το ίδρυμα όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”